κολεγιακός

κολεγιακός
-ή, -ό [κολέγιο]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κολέγιο («κολεγιακά μαθήματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολλεγιακός — ή, ό βλ. κολεγιακός …   Dictionary of Greek

  • Μάιντς — (Mainz). Πόλη (185.600 κάτ. το 2000) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Ρηνανίας Παλατινάτου (19.846 τ. χλμ., 4.049.066 κάτ. το 2000). Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Ρήνου, κοντά στη συμβολή του με τον ποταμό Μάιν. Αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Νεσατέλ — (γαλλ. και ιταλ. Neuchatel, γερμ. Neuenburg). Πόλη (32.000 κάτ. το 2003) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονίου (803.060 τ. χλμ., 168.100 κάτ. το 2003)· βρίσκεται σε πανοραμική θέση στη λίμνη (στην οποία έδωσε την ονομασία της)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”